Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ωπός"
1 εγγραφή
-ωπός -ωπή -ωπό [opós] : επίθημα για το σχηματισμό υποκοριστικών επιθέτων παράγωγων από επίθετα· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει ελαφρώς διαφοροποιημένα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πρωτότυπη λέξη: (άγουρος) αγουρωπός, (άγριος) αγριωπός. β. συχνά σε επίθετα που δηλώνουν χρώμα, δηλώνει παραλλαγή του χρώματος που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (γκρίζος) γκριζωπός, (κόκκινος) κοκκινωπός, (πράσινος) πρασινωπός.

[αρχ. μετον. επίθημα -ωπός παραγωγικό επιθέτων (< ρ. ὄπωπα - ὄψομαι `έχω δει΄, πρβ. ὄψη) `που δείχνει σαν΄ και εξέλ. σε υποκορ.: αρχ. ἀγρι-ωπός, ἀρρεν-ωπός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες