Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ωνύμιο [onímio] : το ουσ. όνομα ως β' συνθετικό σε προσδιοριστικά σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· (πρβ. -ώνυμο
12): ανθρωπ~, τοπ~. || σε παρα γωγή με προθήματα: παρ~, προσ~. [λόγ. < ελνστ. -ωνύμιον (θ. συγγ. του ουσ. ὄνομα) ως β' συνθ.: ελνστ. ἐπ-ωνύμιον `επώνυμο΄]