Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ωμα"
4 εγγραφές [1 - 4]
-αμάρα [amára] & -μάρα [mára] & -ομάρα [omára] & -ωμάρα [omára] : (συχνά προφ., οικ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει συμπεριφορά, κατάσταση, ιδιότητα κτλ. σχετική με αυτό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -άρα 2)· παραγωγή: 1. από επίθετα: (κουτός) κουταμάρα, (σαχλός) σαχλαμάρα, (χαζός) χαζαμάρα και χαζομάρα. 2. από επίθετα ή ρήματα (και ρηματικά παράγωγα) παράγωγα από επίθετα: (βουβός - βουβαίνω) βουβαμάρα, (κουτσός - κουτσαίνω) κουτσαμάρα, (κουφός - κουφαίνω) κουφαμάρα, (μουγγός - μουγγαίνω) μουγγαμάρα, (τρελός - τρελαίνω) τρελαμάρα· (στραβός - στραβώνω) στραβωμάρα. 3. από ρήματα: (φαγώνομαι) φαγωμάρα, (λιγώνομαι) λιγωμάρα· (βαριεστώ) βαριεστημάρα, (σκοτίζω) σκοτισμάρα.

[< μεταρ. ουσ. σε -μός, -μα με προσθήκη του μεγεθ. -άρα: βαρεμ(ός) > βαρεμ-άρα και με βάση ουσ. με θ. σε -α-, -ω-: βουβ-α-μός > βουβ-αμάρα, φάγ-ω-μα > φαγ-ωμάρα, επέκτ. σε ουσ. και επίθ. με διαφ. θ.: κουτ-ός > κουτ-αμάρα, χαζ-ός > χαζ-ομάρα]

-μα 2 & -αμα [ama] & -εμα [ema] & -ημα 2 [ima] & -ωμα 2 [oma] & -σμα [zma] & -γμα [γma] & -μμα [ma] ανάλογα με το θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών· δηλώνει συνήθ. ενέργεια ή αποτέλεσμα που έχει σχέση με αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται· (πρβ. -ισμα): (αποταμιεύω) αποταμίευμα, (δημοσιεύω) δημοσίευμα, (νοθεύω) νόθευμα, (αγριεύω) αγρίεμα, (κλαδεύω) κλάδεμα, (μαζεύω) μάζεμα, (νταντεύω) ντάντεμα, (ψαρεύω) ψάρεμα, (αμπαλάρω - αμπαλάρισα) αμπαλάρισμα· (γλυκαίνω - γλύκανα) γλύκα μα, (ζεσταίνω) ζέσταμα, (πικραίνω) πίκραμα· (βαρώ) βάρεμα· (κελαηδώ - κελάηδησα) κελάηδημα, (κουβαλώ) κουβάλημα, (κυνηγώ) κυνήγημα, (μιλώ) μίλημα, (οδηγώ) οδήγημα, (ολισθαίνω) ολίσθημα, (αγκυροβολώ) αγκυροβόλημα, (μοσχοβολώ) μοσχοβόλημα, (δωροδοκώ) δωροδόκημα, (λειτουργώ) λειτούργημα· (βιδώνω - βίδωσα) βίδωμα, (διορθώνω) διόρθωμα, (ξαλαφρώνω) ξαλάφρωμα, (ξανανιώνω) ξανάνιωμα· (ανεβάζω - ανέβασα) ανέβασμα, (διαβάζω) διάβασμα, (διπλασιάζω) διπλασίασμα, (ξαφνιάζω) ξάφνιασμα· (αγγίζω - άγγιξα) άγγιγμα, (διαλέγω - διάλεξα) διάλεγμα, (τυλίγω - τύλιξα) τύλιγμα, (ρουφώ - ρούφη ξα) ρούφηγμα, (ανταλλάσσω) αντάλλαγμα· (γράφω) γράμμα, (τρίβω) τρίμμα.

[αρχ., πολύ κοινό, μεταρ. επίθημα -μα παραγωγικό ανισοσύλλαβων ουδ. ουσ., που δήλωνε συνήθ. το αποτέλεσμα της ρηματ. ενέργειας, ενώ στα νεοελλ. δηλώνει συχνά την ίδια την ενέργεια (σύγκρ. -ση): αρχ. ἄγγελ-μα `μήνυ μα΄ < ἀγγέλ-λω, θέα-μα < θεα- (θεῶμαι), ελνστ. δέ-μα `δεσμός΄ < αρχ. δέω `δένω΄, αρχ. θέλη-μα `επιθυμία΄ < θελη- (θέλω), φίλη-μα < φιλη- (φιλῶ), & υποκατάσταση -ημα > -εμα: αρχ. φόρη-μα `φορτίο΄, ελνστ. σημ.: `φόρεμα΄ < αρχ. φορη- (φορῶ), ελνστ. φόρε-μα < ελνστ. φορε- (φορῶ), αρχ. ὀχύρω-μα `κάστρο΄ < ὀχυρω- (ὀχυρῶ), ελνστ. ἡμέρω-μα `καλλιεργημένο φυτό΄ < αρχ. ἡμερω- (ἡμερῶ), αρχ. γνώρισ-μα < γνωρισ- (γνωρίζω), ελνστ. βάπτισ-μα < βαπτισ- (βαπτίζω), αρχ. ἄλλαγ-μα `αντάλλαγμα΄, ελνστ. σημ.: `ανταλλαγή΄ < ἀλλακ- (ἀλλάσσω), αρχ. γράμ-μα < γράφω (αφομ. που δε συμβαίνει πια στη νεοελλ.), μσν. κοίταγ-μα `η ενέργεια του κοιτάζω΄ < κοιτακ- (κοιτάζω), νεοελλ. ημέρω-μα `η ενέργεια του ημερώνω΄]

4, -ώμαι : κατάληξη ρημάτων της β' συζυγίας: αποσπώ, αποσπώμαι· διασπώ, διασπώμαι. || (αποθ.) εγγυώμαι.

[λόγ. < αρχ. -ῶ (δες 1): αρχ. δια σπ-ῶ]

-ωμα 1 [oma] : (ιατρ.) επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών· δηλώνει παθολογική κατάσταση σχετική με αυτό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη ή στο σημείο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: λίπωμα, σάρκωμα· αδένωμα, λέμφωμα.

[λόγ. < αρχ. επίθημα -ωμα (< -μα σε ρ. σε -όω: αρχ. δικαί-ω-μα): αρχ. καρκίν-ωμα & διεθ. -oma < λατ. -oma < αρχ. -ωμα: λίπ-ωμα < νλατ. lipóma < αρχ. λίπ(ος) -ωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες