Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ψήφιος -α -ο [psífios] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι ο προσδιοριζόμενος αριθμός χαρακτηρίζεται από τον αριθμό των ψηφίων που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: δι~, εξα~, μονο~, τρι~.
[λόγ. < αρχ. ψῆφ(ος) στη σημ.: `χαλίκι για μέτρημα΄ (σύγκρ. ψηφί) -ιος (δες ψηφίο) μτφρδ. γαλλ. chiffre (π.χ. d΄un chiffre `μονοψήφιος΄, de plusieurs chiffres `πολυψήφιος΄)]