Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ψήφιος"
1 εγγραφή
-ψήφιος -α -ο [psífios] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι ο προσδιοριζόμενος αριθμός χαρακτηρίζεται από τον αριθμό των ψηφίων που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: δι~, εξα~, μονο~, τρι~.

[λόγ. < αρχ. ψῆφ(ος) στη σημ.: `χαλίκι για μέτρημα΄ (σύγκρ. ψηφί) -ιος (δες ψηφίο) μτφρδ. γαλλ. chiffre (π.χ. d΄un chiffre `μονοψήφιος΄, de plusieurs chiffres `πολυψήφιος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες