Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-χρωμος"
1 εγγραφή
-χρωμος -η -ο [xromos] : το ουσ. χρώμα ως β' συνθετικό σε σύνθετα επίθε τα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει: 1. τόσα χρώματα όσα εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: δί~, εφτά~, μο νό~, τρί~. || ποικιλό~, πολύ~. || σε παραγωγή: ά~, έγ~. 2. την απόχρω ση ή την ένταση του χρώματος που εκφράζει το α' συνθετικό: καστανό~, κοκκινό~, πορφυρό~, σταχτό~· ανοιχτό~, σκουρό~· θαμπό~, λαμπε ρό~, μουντό~. 3. το ίδιο χρώμα με αυτό του α' συνθετικού: αστακό~.

[αρχ. -χρωμος < ουσ. χρῶμ(α) -ος ως β' συνθ.: αρχ. (παρά γ.) ἄ-χρωμος, ελνστ. δί-χρωμος (αρχ. δί-χρους), μσν. ποικι λό-χρω μος (αρχ. ποικιλό-χρους)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες