Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -χαρής -ής -ές [xarís] : β' συνθετικό σε σύνθετα λόγια επίθετα: 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκει ευχαρίστηση, ικανοποίηση σ΄ αυτό που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: αιμο~, πολεμο~. 2. (ζωολ., βοτ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ζώο ή φυτό ζει ή ευδοκιμεί στο περιβάλλον που συνεπάγεται το α' συνθετικό· (πρβ. -βιος1, -φιλος1): ελο~, ηλιο~, λιμνο~, υδρο~.
[λόγ. < ελνστ. -χαρής (< θ. του αρχ. ρ. χαίρω) ως β' συνθ.: ελνστ. αἱμο-χαρής, μσν. υδρο-χαρής]