Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φύλακας [fílakas] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει το άτομο που έχει ως επάγγελμα ή του έχει ανατεθεί η φύλαξη αυτού που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: αρχειο~, αστυ~, δεσμο~, θαλαμο~, οπισθο~, τερματο~. || συνήθ. σε αντιστοιχία με θηλυκό ουσια στικό σε -φυλακή που δηλώνει την ανάλογη υπηρεσία: αγρο~, δασο~, εθνο~, λιμενο~, πολιτο~, χωρο~.
[λόγ. < αρχ. -φύλαξ, αιτ. -ακα < φύλαξ ως β' συνθ.: αρχ. πυργο-φύλαξ & σημδ. γαλλ. garde: αρχ. ἀγρο-φύλαξ `φύλακας της χώρας΄ σημδ. γαλλ. garde champêtre]