Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-φόρος"
1 εγγραφή
-φόρος -ος -ο [fóros] θηλ. (προφ.) & : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά που προέρχονται από ουσιαστικοποίη ση του αρσενικού ή του ουδέτερου γένους του επιθέτου· δηλώνει αυτόν: 1. που μεταφέρει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: υδρο~. || με ουσια στικοποίηση του ουδέτερου γένους: ιστιοφόρο, πετρελαιοφόρο, ασθενοφόρο, βυτιοφόρο· με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους: αγγελιο~, ροπαλο~, σημαιο~, τυφεκιο~, που φέρει, κρατά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό. 2. που φέρει, έχει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: μαρσιποφόρο ζώο, οπωροφόρο δέντρο· (με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους): βαθμο~, γενειο~, δαφνη~, στεφανη~· (με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους): τροχοφόρο. 3. που πετυχαίνει, προκαλεί, επιφέρει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κερδο~, νικη~· (με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους): αθλο~.

[λόγ. < αρχ. -φόρος (θ. συγγ. του ρ. φέρω) ως β' συνθ.: αρχ. ἀγγελια-φόρος, ἀχθο-φόρος, ἀνθο-φόρος, νικη-φόρος & διεθ. -phorus < αρχ. -φόρος: ριζό-φορα, κλαδό-φορα < νλατ. rhizophora, cladophora `είδος φυκιών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες