Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-φυτος"
1 εγγραφή
-φυτος -η -ο [fitos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· (πρβ. -φυτεμένος)· δηλώνει ότι η προσδιοριζόμενη έκταση, περιοχή κτλ.: 1. καλύπτεται αποκλειστικά από δέντρα ή γενικά από τη βλάστηση που εκφράζει, συνεπάγεται το α' συνθετικό: αμπελό~, βαμβακό~, δασό~, ελαιό~, ελατό~, πευκό~, πλατανό~, χορτό~. 2. καλύπτεται από βλάστηση με τον τρόπο που συνεπάγεται το α' συνθετικό: νεό~, πυκνό~. || σε παραγωγή με προθήματα: κατά~.

[λόγ. < αρχ. -φυτος θ. του ρ. φύ(ομαι) -τος ως β' συνθ.: αρχ. ἐλαιό-φυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες