Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-φρων"
1 εγγραφή
-φρων -φρων -φρον [fron] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· (πρβ. -φρονας)· χαρακτηρίζει πρόσωπο με πεποιθήσεις ή συμπεριφορά ανάλογες με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βασιλό~, εθνικό~, μετριό~.

[λόγ. < αρχ. -φρων θ. συγγ. της λ. φρήν (δες στο φρένες) ως β' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἄ-φρων, ὑψηλό-φρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες