Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φρων -φρων -φρον [fron] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· (πρβ. -φρονας)· χαρακτηρίζει πρόσωπο με πεποιθήσεις ή συμπεριφορά ανάλογες με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βασιλό~, εθνικό~, μετριό~.
[λόγ. < αρχ. -φρων θ. συγγ. της λ. φρήν (δες στο φρένες) ως β' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἄ-φρων, ὑψηλό-φρων]