Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φορώ [foró] -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο: I1. φοράει, είναι ντυμένο με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό: ασπρο~, μαυρο~, πενθη~, ρασο~. 2. κρατάει, μεταφέρει, έχει μαζί του αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: λαμπαδη~, οπλο~. 3. αποκτά αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: ανθο~, καρπο~, φυλλο~. II. δίνει στο αντικείμενο αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: τιτλο~. || παρασημο~.
[I1: ελνστ. -φορῶ < αρχ. φορῶ ως β' συνθ.: ελνστ. λευκο-φορῶ· I2, 3: λόγ. < αρχ. -φορῶ < αρχ. φορῶ: αρχ. ὁπλο-φορῶ, καρπο-φορῶ· II: νεότ. σημ.]