Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-φοβία"
1 εγγραφή
-φοβία [fovía] : (κυρ. ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει την παθολογική κατάσταση φόβου που κυριεύει το άτομο, όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει αυτό που εκφράζει το α' συνθετι κό: αγορα~, ανθρωπο~, γυναικο~, κοσμο~, μικροβιο~, ξενο~.

[λόγ. < αρχ. -φοβία < επίθ. -φοβ(ος < ουσ. φόβος) -ία ως β' συνθ.: αρχ. (παράγ.) ἀ-φοβία, ελνστ. ὑδρο-φοβία & διεθ. -phobia < αρχ. -φοβία: ξενο-φοβία < νλατ. xenophobia, αγορα-φοβία < γαλλ. agoraphobie ή γερμ. Agoraphobie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες