Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-φιλος"
1 εγγραφή
-φιλος -η -ο [filos] : β' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. προσδιορίζει αυτόν που αγαπά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: α. (συχνά επιστ., βοτ.) για φυτά που ευδοκιμούν στο περιβάλλον που συνεπάγεται το α' συνθετικό· (πρβ. -βιος, -χαρής2): ηλιό~, σκιό~, υδρό~, ξηρό~. β. για πρόσωπο: βιβλιό~, θεατρό~, ειρηνό~, μουσικό~, ποδοσφαιρό~. || εικο νό~. γ. (ιατρ.) το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την παθολογική κατάσταση που συνεπάγεται το αντίστοιχο θηλυκό ουσιαστικό σε -φιλία 1: νεκρό~, αιμό~. 2. δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από φιλική στάση προς το λαό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. φιλο-2): αγγλό~, γερμα νό~, σλαβό~.

[λόγ. < αρχ. -φιλος < φίλος ως β' συνθ.: αρχ. παιδό-φιλος `που αγαπά τα παιδιά΄ & διεθ. -philo < αρχ. -φιλος: υδρό-φιλος, βιβλιό-φιλος, αγγλό-φιλος < γαλλ. hydrophile, bibliophile, anglophile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες