Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φιλία 1 [filía] : β' συνθετικό σε παρασύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστι κά· δηλώνει: 1. κατάσταση ή τάση που χαρακτηρίζεται από την αγάπη, τη στροφή προς αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ηλιο~, σκιο~. || αστυ~· ομοφυλο~. 2α. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία το άτομο ρέπει προς την εμφάνιση αυτού που υπονοεί το α' συνθετικό: αιμο~. β. (ψυχιατρ.) παθολογική έξη κατά την οποία το άτομο διεγείρεται και ικανοποιείται σεξουαλικά με αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: νεκρο~.
[λόγ. < γαλλ. -philie < αρχ. -φιλία (δες στο -φιλία 2) ως β' συνθ.: νεκρο-φιλία < γαλλ. nécrophilie]
- -φιλία 2 : β' συνθετικό σε παρασύνθετα θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά με αναφορά στους δεσμούς φιλίας και αγάπης μεταξύ προσώπων: λυκο~, ψευδο~· ψευτο~.
[λόγ. < αρχ. -φιλία < ουσ. φιλία ως β' συνθ.: αρχ. λυκο-φιλία]