Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-φανής"
1 εγγραφή
-φανής -ής -ές [fanís] : β' συνθετικό σε σύνθετα, συνήθ. λόγια επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο φαίνεται, δείχνει να είναι έτσι όπως υποδηλώνει το α' συνθετικό: αληθο~, ευλογο~, καινο~, νεκρο~, νομιμο~, σοβαρο~. || γίνεται αντιληπτό με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό: οφθαλμο~, πασι~. || σε παραγωγή με προθήματα: δια~, εμ~, επι~, κα τα~, προ~.

[λόγ. < αρχ. -φανής (< θ. του ρ. φαίνω, δες στο φαίνομαι) ως β' συνθ.: αρχ. τηλε-φανής `που φαίνεται από μακριά΄, ελνστ. εὐλογο-φανής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες