Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φανής -ής -ές [fanís] : β' συνθετικό σε σύνθετα, συνήθ. λόγια επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο φαίνεται, δείχνει να είναι έτσι όπως υποδηλώνει το α' συνθετικό: αληθο~, ευλογο~, καινο~, νεκρο~, νομιμο~, σοβαρο~. || γίνεται αντιληπτό με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό: οφθαλμο~, πασι~. || σε παραγωγή με προθήματα: δια~, εμ~, επι~, κα τα~, προ~.
[λόγ. < αρχ. -φανής (< θ. του ρ. φαίνω, δες στο φαίνομαι) ως β' συνθ.: αρχ. τηλε-φανής `που φαίνεται από μακριά΄, ελνστ. εὐλογο-φανής]