Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φαγος -η -ο [faγos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο τρώει με τον τρόπο ή την ποσότητα που εκφράζει το α' συνθετικό: καλό~, κακό~, λιγό~.
[< -φάγος με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]
- -φάγος -ος -ο [fáγos] θηλ. (προφ.) & -α : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ονόματα. 1. χαρακτηρίζει έμβια όντα από το είδος της τροφής τους: σαρκο~, φυτο~. || παμ~. 2. με ουσιαστικοποίηση: α. του αρσενικού και του θηλυκού γένους, χαρακτηρίζει το πρόσωπο που τρώει, που του αρέσει να τρώει ή που τρώει αποκλειστικά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κρεο~, τυρο~, χορτο~, ψαρο~, ψωμο~. || (μτφ.) βιβλιο~, εφημεριδο~, οικοπεδο~. β. του αρσενικού γένους, χρησιμοποιείται στην κοινή ονομασία ζώων ή εντόμων που τρέφονται κυρίως από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κρεμμυδο~, μελισσο~, μυρμηγκο~. γ. του πληθυντικού του ουδέτερου γένους, χρησιμοποιείται σε περιληπτικά ουσιαστικά: τα φυτοφάγα. || (ανατ.) μακροφάγα.
[φαγ- συνοπτ. θ. του τρώω -ος & λόγ. < αρχ. -φάγος (< φαγ- συνοπτ. θ. του ἐσθίω `τρώγω΄ -ος) ως β' συνθ.: αρχ. ὠμο-φάγος, ἀνθρωπο-φάγος & διεθ. -phag < αρχ. -φάγος: εντομο-φάγος < γαλλ. entomophage & μτφρδ.: μυρμηγκο-φάγος < αγγλ. anteater]