Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τυπος 1 -η -ο [tipos] : το ουσ. τύπος 1 ως β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται το α' συνθετικό: νομό~, πρωτό~, πανομοιό~. || για πρόσωπο: ζηλό~.
[λόγ. < αρχ. τύπος ως β' συνθ.: αρχ. ζηλό-τυπος, ελνστ. ἰδιό-τυπος]
- -τυπος 2 -η -ο : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο τυπωμένο κείμενο έχει τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται το α' συνθετικό: κακέκ~, κλεψί~. || στερεό~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδε τέρου: τηλέτυπο.
[λόγ. < αρχ. τύπος ως β' συνθ.: αρχ. ἔκ-τυπος `σε ανάγλυ φο΄, ελνστ. ἔν-τυπος `μέταλλο χτυπημένο σε μορφή νομίσματος΄ & νλατ. -typus < αρχ. τύπος: στερεό-τυπος, τηλέ-τυπο < γαλλ. stéréotype, télétype]