Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-τυπία"
1 εγγραφή
-τυπία [tipía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει την εκτύπωση που γίνεται με τη μέθοδο, τον τρόπο ή επάνω στο υλικό που δίνει το α' συνθετικό: ηλεκτρο~, μελανο~, χρωμο~, μεταξο~, τσιγκο~.

[λόγ. < νλατ. -typus, -typia < αρχ. ουσ. τύπος `καλούπι΄ ως β' συνθ.: μονο-τυπία, λινο-τυπία < αγγλ. monotype, linotype (line `γραμμή, αράδα΄), ηλεκτρο-τυπία, φωτο-τυπία < γαλλ. électrotypie, phototypie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες