Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τροφείο [trofío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· σε σύνθεση με το λόγιο τύπο του ουσιαστικού που υπάρχει ως α' συνθετικό, όταν αυτό απαντά με λόγιο και μη λόγιο τύπο· δηλώνει επαγγελματικό χώρο κατάλληλο: 1. για την περιποίηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: ορφανο~. || οικο~. 2. για τη συστηματική εκτροφή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: αγελαδο~, θηριο~, ορνιθο~, πτηνο~, χοιρο~. (πρβ. -κομείο).
[λόγ. < ελνστ. -τροφεῖον (< αρχ. -τρόφ(ος) -εῖον) ως β' συνθ.: ελνστ. ὀρφανο-τροφεῖον, θηριο-τροφεῖον]