Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τροφία [trofía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει τη συστηματική εκτροφή των ζώων, πτηνών κτλ. που δηλώνει το α' συνθετι κό· (πρβ. -καλλιέργεια2): ιππο~, ιχθυο~, κονικλο~, μελισσο~, ορνιθο~, προβατο~, πτηνο~, χοιρο~.
[λόγ. < αρχ. -τροφία (< αρχ. -τρόφ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. ἱππο-τροφία]