Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-τρια"
1 εγγραφή
-τρια [tria] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκού ουσιαστικού από το αντίστοιχο αρσενικό· δηλώνει τη γυναίκα με επάγγελμα, ασχολία, δραστηριότητα κτλ. αντίστοιχα με του αρσενικού ουσιαστικού από το οποίο σχηματίζονται: 1α. (από αρσενικά σε -τής): (διευθυντής) διευθύντρια, (καθηγητής) καθηγήτρια, (νικητής) νικήτρια, (περιηγητής) περιηγήτρια· (συντάκτης) συντάκτρια, (χαράκτης) χαράκτρια· (θαυμαστής) θαυμάστρια, (μεταφραστής) μεταφράστρια, (πρωταγωνιστής) πρωταγωνίστρια. || κάποτε (συνήθ. λόγ.) όταν δηλώνουν ιδιότητα, λειτουργούν και ως επίθετα: πλοιοκτήτρια εταιρεία. β. (από αρσενικά σε -ιστής, -ίστας): (σοσιαλιστής) σοσιαλίστρια, (φεμινιστής) φεμινίστρια· (πιανίστας) πιανίστρια, (χιουμορίστας) χιουμορίστρια· (βλ. -ίστας, -ιστής 1). 2. δίνει το λόγιο, επίσημο τύπο θηλυκών ουσιαστικών σε -τρα 1, -ισσα: υφάντρια - υφάντρα, μεσίτρια - μεσίτισσα.

[λόγ. < ελνστ. επίθημα -τρια (< αρχ. -τήρ, τής): ελνστ. ποιή-τρια, πωλή-τρια, ελνστ. ή μσν. ὁδηγή-τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες