Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τοπος [topos] : το ουσ. τόπος ως β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσια στικά· (πρβ. -τόπι)· δηλώνει: 1. περιοχή γεμάτη από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αμπελό~, ανθό~, θαμνό~, πευκό~, ψαρό~. 2. τόπο που χαρακτηρίζεται από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αγριό~, βουρ κό~, ξερό~, παλιό~, φτωχό~. 3. τόπο κατάλληλο γι΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βοσκό~, κυνηγό~. || βιό~.
[ελνστ. -τοπος < αρχ. ουσ. τόπος ως β' συνθ.: ελνστ. ἰδιό-τοπος `που κατοικεί μαζί΄, ψιλό-τοπος `γυμνός τόπος΄ & λόγ. < διεθ. -tope < ελνστ. -τοπος: βιό-τοπος < αγγλ. biotope]