Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τομία [tomía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει συνήθ. τη χειρουργική ή άλλη ανάλογη επέμβαση που γίνεται στην περιοχή που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -τομή, -εκτομή, -εκτομία): κρανιο~, νεφρο~, τραχειο~, φλεβο~.
[λόγ. < αρχ. -τομία < τομ- (θ. συγγ. του τέμνω) -ία ως β' συνθ.: αρχ. φλεβο-τομία & γαλλ. -tomie < αρχ. -τομία: γαστρο-τομία < gastrotomie]