Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τομή [tomí] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει συνήθ. τη χειρουργική ή άλλη ανάλογη επέμβαση που γίνεται στην περιοχή που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -τομία, -εκτομή, -εκτομία): τραχειο~.
[λόγ. < -τομία ίσως παρανόηση από την προφ. του γαλλ. -tomie ή κατά το αρχ. ἐκτομή `ευνουχισμός΄: τραχειο-τομή < γαλλ. trachéotomie]
- -τομος -η -ο [tomos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο επιστημονικό ή λογοτεχνικό έργο αποτελείται από τόσους τόμους όσους εκφράζει το α' συνθετικό: δί~, εφτά~, δωδεκά~, πολύ~.
[λόγ. < ουσ. τόμος ως β' συνθ. κατά το αρχ. τόμος `κομμάτι, φέτα΄, ελνστ. σημ.: `ρολό παπύρου΄ με βάση το ελνστ. ὀκτά-τομος `βιβλίο χωρισμένο σε οκτώ μέρη΄ & μτφρδ. γερμ. -bändig: τρί-τομος < γερμ. drei-bändig (διαφ. το ελνστ. τρί-τομος `κομμένος στα τρία΄)]