Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τοκος -η -ο [tokos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο πρόσωπο σε σχέση με τη σειρά που έχει γεννηθεί, στοιχείο που εκφράζεται με το α' συνθετικό· (πρβ. -τόκος1): πρωτό~, δευτερό~.
[λόγ. < ελνστ. -τοκος θ. του αρχ. ουσ. τόκ(ος) `γέννα΄ -ος ως β' συνθ.: ελνστ. πρωτό-τοκος]
- -τόκος -ος -ο [tókos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα εύχρηστα συνήθ. μόνο στο θηλυκό γένος· προσδιορίζει τη γυναίκα ή το θηλυκού γένους ζώο συνήθ.: 1. σε σχέση με τις φορές που έχει γεννήσει και που δηλώνονται από το α' συνθετικό· (πρβ. -τοκος): πολυ~, πρωτο~, τριτο~. 2. σε σχέση με τον τρόπο που έχει γεννήσει, που δίνεται από το α' συνθετικό: οξυ~. || με α' συνθετικό σε θέση αντικειμένου: Θεο~, ωο~.
[λόγ. < αρχ. -τόκος < τόκ(ος) `γέννα΄ -ος ως β' συνθ.: αρχ. δευτερο-τόκος `που γεννάει για δεύτερη φορά΄, μσν. Θεο-τόκος]