Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τοκία [to
ía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει κατάσταση, ιδιότητα, γνώρισμα που απορρέει από τη σημασία του αντίστοιχου σύνθετου ονόματος σε -τόκος: βραδυ~, πολυ~, πρωτο~. || σε παραγωγή: δυσ~. [λόγ. < αρχ. -τοκία < τόκ(ος) `γέννα΄ -ία ως β' συνθ.: αρχ. δυσ-τοκία]