Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-τοκία"
1 εγγραφή
-τοκία [toía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει κατάσταση, ιδιότητα, γνώρισμα που απορρέει από τη σημασία του αντίστοιχου σύνθετου ονόματος σε -τόκος: βραδυ~, πολυ~, πρωτο~. || σε παραγωγή: δυσ~.

[λόγ. < αρχ. -τοκία < τόκ(ος) `γέννα΄ -ία ως β' συνθ.: αρχ. δυσ-τοκία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες