Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τικός -τική -τικό [tikós] & -ητικός -ητική -ητικό [itikós] & -ωτικός -ωτική -ωτικό [otikós] & -στικός -στική -στικό [stikós] & -ιστικός 2 -ιστική -ιστικό [istikós] θηλ. (οικ.) & -τικιά [ti
á], -ητικιά [iti á], -ωτικιά [oti á], -στικιά [sti á], -ιστικιά [isti á], ανάλογα με το χαρακτήρα του αοριστικού θέματος του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων συνήθ. από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη, είναι κατάλληλο γι΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (απαγορεύω) απαγορευτικός, (επιβαρύνω) επιβαρυντικός· (βοηθώ) βοηθητικός, (παρηγορώ) παρηγορητικός· (εκτυπώνω) εκτυπωτικός, (χαλαρώνω) χαλαρωτικός, (βεβαιώνω) βεβαιωτικός· (προβιβάζω) προβιβαστικός, (στεγάζω) στεγαστικός· (δροσίζω) δροσιστικός, (εξοργίζω) εξοργιστικός. || με ουσιαστικοποίηση ενός από τα τρία γένη του επιθέτου: ο δικαστικός· η διατακτική, προστακτική· το αποδεικτικό, δικαιολογητικό· ζυγιστικά. [λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα -τικός (< -ικός σε λ. με θ. σε -τ-: αρχ. ὑπηρετ-ικός, ἀθλητ-ικός) παραγωγικό επιθ.: αρχ. βοηθη-τικός, ὑπνω-τικός]