Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τζίδικος -τζίδικη -τζίδικο [dzíδikos] & -ατζίδικος -ατζίδικη -ατζίδικο [adzíδikos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ίδικος): (έτοιμος) ετοιματζίδικος· (εφέ) εφετζίδικος.
[σύνθετο επίθημα -τζ(ής), -ατζ(ής) -ίδικος]