Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-τζής"
2 εγγραφές [1 - 2]
-τζής [dzís] θηλ. -τζού [dzú] & -τσής [tsís] θηλ. -τσού [tsú], ύστερα από άηχο σύμφωνο (βλ. σημ. 2) & -ατζής [adzís] θηλ. -ατζού [adzú] & -ιτζής [idzís] θηλ. -ιτζού [idzú] : 1. επίθημα επαγγελματικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που το επάγγελμά του είναι σχετικό με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, που φτιάχνει, επιδιορθώνει ή πουλάει αυτό που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη: (καφές) καφετζής, (κουλούρι) κουλουρτζής, (μπετά) μπετατζής, (προπό) προποτζής, (σοβάς) σοβατζής, (φορτηγό) φορτηγατζής, (ψιλικά) ψιλικατζής και ψιλικατζού· (ασπρίζω) ασπριτζής. || (βιολί) βιολιτζής, (λατέρνα) λατερνατζής· συνήθ. τα παράγωγα που σχηματίζει είναι εύχρηστα στο προφορι κό, οικείο ή λαϊκότροπο επίπεδο λόγου, συχνά μάλιστα χωρίς να υπάρχουν ανάλογα του κοινού ή επίσημου λόγου: ταξιτζής, φορτηγατζής, οδηγός ταξί, φορτηγού. 2. επίθημα ουσιαστικών που δηλώνουν τον οπαδό κόμματος ή αθλητικής ομάδας: (ΠAΣΟK) πασοκτσής, (ΠAΟK) παοκτσής, (AΕK) αεκτζής και αεκτσής.

[-τζής, -τσής: τουρκ. επαγγελμ. -ci, -cι, -cü, -çi, -çι, -ici κτλ.: καφε-τζής < kahveci, μπογια-τζής < boyacι και επέκτ. σε λ. όχι τουρκ. προέλευσης: κουλουρ-τζής, γκολ-τζής· -ατζής: < -τζής με προσθήκη του τελικού φων. λέξεων με θέμα σε -α: χαλβα-τζής (< τουρκ. halvacι) > νέα ανάλυση χαλβ-ατζής, επειδή η παραγωγή στα ελλην. στηρί ζεται στο θέμα και όχι σε ολόκληρη τη λ.· -ιτζής: < -τζής με προσθήκη του τελικού φων. λέξεων με θέμα σε -ι: βιολ-ι-τζής· -τζ(ής), -ατζ(ής), -ιτζ(ής) -ού]

-τζής -τζού -τζίδικο [dzís] & -ατζής -ατζού -ατζίδικο [adzís] : επίθημα ανισοσύλλαβων ονομάτων παράγωγων συνήθ. από ουσιαστικά· μέσα στην πρόταση τα ονόματα αυτά λειτουργούν συνηθέστερα ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί και δηλώνουν το πρόσωπο (άντρα, γυναίκα, παιδί ή γενικά έμψυχο ουδέτερου γένους) που χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη, που του αρέσει, που αγαπά αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γκά φα) γκαφατζής -ού -ίδικο, (καβγάς) καβγατζής -ού -ίδικο, (γλυκό) γλυκατζής -ού -ίδικο, (φασαρία) φασαριατζής -ού -ίδικο, (φιγούρα) φιγουρατζής -ού -ίδικο, (πλάκα) πλακατζής -ού -ίδικο, (καταφέρνω) καταφερτζής -ού -ίδικο, (τζάμπα) τζαμπατζής -ού -ίδικο.

[< -τζής, -ατζής (ουσ.) και κατευθείαν < τουρκ. -ci κτλ.: καβγ-α-τζής < kavgacι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες