Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τεχνίτης [texnítis] θηλ. -τεχνίτρια [texnítria] & (προφ., λαϊκότρ.) -τεχνίτρα [texnítra] (στη σημ. 2) : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που ξέρει καλά και ασκεί ως επάγγελμα την τέχνη που σχετίζεται με το υλικό ή γενικά με το αντικείμενο που εκφράζει το α' συνθετικό: ηλεκτρο~, μηχανο~, οδοντο~, ραδιο~. 2. το πρόσωπο που ασκεί επαγγελματικά κάποια τέχνη με τον τρόπο, ιδιότητα κτλ. που εκφράζει το α' συνθετικό: πολυ~, ψευτο~.
[2: ουσ. τεχνίτης ως β' συνθ.· 1: λόγ. τεχνίτης ως β' συνθ.· λόγ. -τεχνί(της) -τρια· -τεχνί(της) -τρα]