Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-τής"
1 εγγραφή
-τής [tís] & -της [tis] & -ητής [itís] ή -ήτης [ítis] & -ωτής [otís] & -στής [stís] ή -στης [stis] & -ιστής 2 [istís] & -κτής [ktís] ή -κτης [ktis] & -πτης [ptis] & -φτης [ftis] & -χτής [xtís] ή -χτης [xtis] ανάλογα με το χαρακτήρα του αοριστικού θέματος του ρήματος από το οποίο παράγεται, θηλ. κυρίως -τρια*, τρα 1* στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων συνήθ. από ρήματα· δηλώνει: I1. γενικά το πρόσωπο που ενεργεί, που κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυ πη λέξη: (κρίνω) κριτής, (ανιχνεύω) ανιχνευτής· (διώκω) διώκτης· (κατη χώ) κατηχητής, (συνομιλώ) συνομιλητής, (υποκινώ) υποκινητής, (φοιτώ) φοιτητής· (κυβερνώ) κυβερνήτης· (διαδηλώνω) διαδηλωτής, (διοργανώνω) διοργανωτής, (ελευθερώνω) ελευθερωτής, (θεμελιώνω) θεμελιωτής, (καταναλώνω) καταναλωτής· (εξετάζω) εξεταστής· (ψήνω) ψήστης· (ρυθμίζω) ρυθμιστής· (υποστηρίζω) υποστηρικτής· (παίζω) παίκτης· (κόβω) κόπτης· (κλέβω) κλέφτης· (βουτώ) βουτηχτής· (σφάζω) σφάχτης. 2. ειδικότερα δηλώνει πρόσωπο με επάγγελμα ή ιδιότητα σχετικά με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (διακοσμώ) διακοσμητής, (μεταφράζω) μεταφραστής, (εκφωνώ) εκφωνητής, (προπονώ) προπονητής, (πωλώ) πωλητής· (οραματίζομαι) οραματιστής, (συνδικαλίζομαι) συνδικαλιστής· (συντάσσω) συντάκτης, (χαράζω) χαράκτης, (χτίζω) χτίστης. II. όργανο, εργαλείο, συσκευή, αντικείμενο κτλ. κατάλληλο για την εργασία που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (δείχνω) δείκτης, (μετασχηματίζω) μετασχηματιστής, (μετρώ) μετρητής, (εκτυπώνω) εκτυπωτής, (πλά θω) πλάστης, (τρίβω) τρίφτης, (στύβω) στύφτης, (φράζω) φράχτης.

[αρχ. & λόγ. < αρχ., κοινό μεταρ. επίθημα -της, -τής παραγωγικό δραστικών ουσ.: αρχ. κρι-τής, κυβερνή-της, μισθω-τής, πολεμισ-τής (πολεμίζω < πόλεμος), ελνστ. χαράκ-της (χαράσσω), αρχ. κλέπ-της (κλέπτω), σπάν. μετον.: αρχ. τοξό-της, και σε υποκατάσταση του επιθήματος -τήρ: αρχ. τρυγη-τήρ > ελνστ. τρυγη-τής· -φτης: ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · -χτής: ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες