Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τήριος -τήρια -τήριο [tírios] θηλ. (λόγ.) & -τήριος [tírios] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο, έχει όλα τα στοιχεία με τα οποία μπορεί να ισχύσει αυτό που εκφράζει το ρήμα: αισθητήριος, ειδοποιητήριος, κατατακτήριος, παρακαμπτήριος, συλλυπητήριος. || με ουσιαστικοποίηση ενός γένους: η παρακαμπτήριος· το ειδοποιητήριο, εξιτήριο, εισιτήριο.
[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τήριος (< -τήρ, δες στο -τήρας -ιος: αρχ. σωτήρ-ιος & < -τής, δες λ.: αρχ. δικασ-τής > δικασ-τήριον) παραγωγικό επιθέτων: αρχ. θρεπ-τήριος]