Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-τήρι"
3 εγγραφές [1 - 3]
-τήρι [tíri] : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων κυρίως από ρήματα· δηλώνει: 1. αντικείμενο, εργαλείο, όργανο κτλ. κατάλληλο να κάνει αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (ανοίγω) ανοιχτήρι, (κλαδεύω) κλαδευτήρι, (σκαλίζω) σκαλιστήρι, (σουρώνω) σουρωτήρι, (στραγγίζω) στραγγιστήρι. 2. (προφ.) ενέργεια ανάλογη με το ρήμα από το οποίο παράγεται: (κολλώ) κολλητήρι, (μπανί ζω) μπανιστήρι, (ψήνω) ψηστήρι. 3. τόπο· στις περιπτώσεις αυτές σχημα τίζει τον προφορικό τύπο λέξεων που παρουσιάζουν και τύπο σε -τήριο: εξομολογητήρι, εργαστήρι.

[μσν. -τήρι < αρχ. -τήριον (δες στο -τήριο) με αποφυγή της χασμ.: μσν. εργασ-τήρι, πατη-τήρι]

-τήριο [tírio] : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων κυρίως από ρήματα· δηλώνει συνήθ.: 1. τον τόπο όπου ασκείται η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γυμνάζω) γυμναστήριο, (εκπαιδεύω) εκπαιδευτήριο, (πλέκω) πλεκτήριο, (υφαίνω) υφαντήριο· συχνά στον πληθυντικό -τήρια για σαφέστερη δήλωση του τόπου, συνήθ. όταν το αντίστοιχο ουσιαστικό στον ενικό δηλώνει κάποια συγκεκριμένη συσκευή: πλυντήρια - πλυντήριο. || με δεύτερο προφορικό τύπο σε -τήρι: εργαστήριο - εργαστήρι, εξομολογητήριο - εξομολογητήρι. 2. το συγκεκριμένο μέσο, όργανο, αντικείμενο, συσκευή κτλ. με τα οποία είναι δυνατόν να γίνει, να ισχύσει η ρηματική έννοια της πρωτότυπης λέξης· (βλ. -τήριος -τήρια -τήριο): (ειδοποιώ) ειδοποιητήριο, (σιδερώνω) σιδερωτήριο. || σε συσχετισμό και με ουσιαστικά: (δωρητής) δωρητήριο.

[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τήριον δηλωτικό χώρου εργασίας: αρχ. ἐργασ-τήριον, ελνστ. πατη-τήριον, ή εργαλείου: μσν. σκαλισ-τήριον]

-τήριος -τήρια -τήριο [tírios] θηλ. (λόγ.) & -τήριος [tírios] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο, έχει όλα τα στοιχεία με τα οποία μπορεί να ισχύσει αυτό που εκφράζει το ρήμα: αισθητήριος, ειδοποιητήριος, κατατακτήριος, παρακαμπτήριος, συλλυπητήριος. || με ουσιαστικοποίηση ενός γένους: η παρακαμπτήριος· το ειδοποιητήριο, εξιτήριο, εισιτήριο.

[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τήριος (< -τήρ, δες στο -τήρας -ιος: αρχ. σωτήρ-ιος & < -τής, δες λ.: αρχ. δικασ-τής > δικασ-τήριον) παραγωγικό επιθέτων: αρχ. θρεπ-τήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες