Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-τέχνημα"
1 εγγραφή
-τέχνημα [téxnima] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει έργο, δημιούργημα με τα χαρακτηριστικά που δίνει το α' συνθετικό: αριστο~, κομψο~, μικρο~, χειρο~.

[λόγ. < ελνστ. -τέχνημα (< αρχ. τέχνημα `τέχνασμα΄, κατά τη σημ. του ελνστ. τεχνούργημα) ως β' συνθ.: ελνστ. χειρο-τέχνημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες