Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -στρωτος -η -ο [strotos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι στρωμένο, καλυμμένο με το υλικό που δηλώνει το α' συνθετικό: ασφαλτό~, λιθό~, μαρμαρό~, πλακό~. || ανθό~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου: το πλακόστρωτο.
[λόγ. < αρχ. -στρωτος < επίθ. στρωτός ως β' συνθ.: αρχ. λιθό-στρωτος]