Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-στρωτος"
1 εγγραφή
-στρωτος -η -ο [strotos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι στρωμένο, καλυμμένο με το υλικό που δηλώνει το α' συνθετικό: ασφαλτό~, λιθό~, μαρμαρό~, πλακό~. || ανθό~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου: το πλακόστρωτο.

[λόγ. < αρχ. -στρωτος < επίθ. στρωτός ως β' συνθ.: αρχ. λιθό-στρωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες