Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -στροφος -η -ο [strofos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται: α. από τον αριθμό ή τη συχνότητα των στροφών που εκφράζει το α' συνθετικό: δί~, ολιγό~, πολύ~, ταχύ~. β. από τη δυνατότητα στροφής προς την κατεύθυνση, φορά που εκφράζει το α' συνθετικό: αριστερό~, δεξιό~. || σε παραγωγή: αμφί~. 2. για να προσδιορίσει πρόσωπο με αντιληπτική ικανότητα ανάλογη με αυτή που εκφράζει το α' συνθετικό: αργό~. || σε παραγωγή με προθήματα: εύ~.
[λόγ. < ελνστ. -στροφος θ. του αρχ. ουσ. στροφ(ή) -ος ως β' συνθ.: ελνστ. δί-στροφος `δύο φορές στριμμένος΄, πολύ-στροφος `χορευτής που κάνει πολλές στροφές΄]