Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-στασι"
2 εγγραφές [1 - 2]
-στάσι [stási] : (συνήθ. λαϊκότρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει το χώρο στον οποίο βρίσκεται, είναι σταματημένο ή τοποθετημένο αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -στάσιο): καραβο~, λιο~. || δίνει τον τρέχοντα τύπο της νέας ελληνικής σε αντιδιαστολή με το λόγιο σε -στάσιο: εικονο~.

[μσν. -στάσι < -στάσιον με αποφυγή της χασμ.: μσν. εικονο-στάσι < εικονο-στάσιον]

-στάσιο [stásio] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· απαιτεί λόγιας προέλευσης α' συνθετικό σε περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· δηλώνει συνήθ. χώρο ή ειδική κατασκευή όπου βρίσκεται, είναι εγκαταστημένο, τοποθετημένο ή σταματημένο αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -στάσι): αντλιο~, λεβητο~, κλιμακο~, κωδωνο~, μηχανο~· αγελαδο~, βου~, χοιρο~. || ηλιο~. || δίνει τη λόγια μορφή ουσιαστικού σε -στάσι: εικονο~.

[λόγ. < αρχ. -στάσιον (< στάσις, ἵσταμαι) ως β' συνθ.: αρχ. ἱππο-στάσιον `στάβλος΄, ελνστ. βου-στάσιον, μσν. εικονο-στάσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες