Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -στάτης [státis] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το χώρο στον οποίο θέτουν, τοποθετούν αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ζυγο~, πυρο~. 2. αντικείμενο, όργανο συσκευή κτλ. που: α. υποβαστάζει, στηρίζει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αψιδο~, θολο~, κιονο~, λυχνο~, φανο~. β. σταματά ή ρυθμίζει την κίνηση ή τη λειτουργία που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αιμο~, θερμο~, ροο~.
[λόγ. < αρχ. -στάτης (< στάσις, ἵσταμαι) ως β' συνθ.: αρχ. πυρι-στάτης > μσν. πυρο-στάτης, ελνστ. ὑδρο-στάτης `όργανο για τη μέτρηση υγρού΄ & διεθ. -stat < αρχ. -στάτης: ρεο-στάτης < αγγλ. rheostat]