Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-σουπα"
1 εγγραφή
-σουπα [supa] : το ουσ. σούπα ως β' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με α' συνθετικό κάποιο ή κάποια υλικά που δηλώνουν τα βασικά συστατικά της: κοτό~, κρεμμυδό~, λαχανό~, ντοματό~, ψαρό~.

[ουσ. σούπα ως β' συνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες