Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -σουπα [supa] : το ουσ. σούπα ως β' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με α' συνθετικό κάποιο ή κάποια υλικά που δηλώνουν τα βασικά συστατικά της: κοτό~, κρεμμυδό~, λαχανό~, ντοματό~, ψαρό~.
[ουσ. σούπα ως β' συνθ.]