Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -σκόπος [skópos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: 1α. αυτόν που εξετάζει ή παρατηρεί αυτό που εκφράζει το α' συνθετι κό: οιωνο~, ομφαλο~, σπλαγχνο~. β. αυτόν που εξετάζει ή ψάχνει με το όργανο ή το μέσο που εκφράζει το α' συνθετικό: ραβδο~. 2. αυτόν που επιδιώκει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κερδο~.
[λόγ.: 1: αρχ. -σκόπος < αρχ. ρ. σκοπ(ῶ) -ος ως β' συνθ.: αρχ. οἰωνο-σκόπος· 2: ελνστ. σημ.: ελνστ. καιρο-σκόπος]



