Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -σκόπιο [skópio] : (επιστ.) β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει εργαλείο ή συσκευή κατάλληλη για την εξέταση, παρατήρηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βρογχο~, μητρο~, οφθαλμο~, στηθο~· βροχο~, φασματο~. || τηλε~.
[λόγ. < ελνστ. -σκόπιον < αρχ. ρ. σκοπ(ῶ) -ιον ως β' συνθ.: ελνστ. ὑδρο-σκόπιον `υδροστατικό όργανο΄ & διεθ. -scope < ελνστ. -σκόπιον: τηλε-σκόπιο, βρογχο-σκόπιο < γαλλ. télé scope, bronchoscope]