Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-σκόπηση"
1 εγγραφή
-σκόπηση [skópisi] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. έρευνα, εξέταση συνήθ. αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -σκοπία1): δημο~. 2. καταγραφή εικόνας με τον τρόπο που υποδηλώνει το α' συνθετικό: μαγνητο~, βιντεο~. 3. (ιατρ.) εξέταση που γίνεται στο τμήμα του σώματος που εκφράζει το α' συνθετικό, με τη χρή ση ανάλογου οργάνου· (πρβ. -σκοπία2): βρογχο~, οφθαλμο~, κυστεο~.

[λόγ. < αρχ. -σκοπη(σις) -ση (< -σκοπῶ) ως β' συνθ.: αρχ. ἐπι-σκόπησις `εξέταση΄ & γαλλ. -scopie < αρχ. -σκοπία (δες -σκοπία): βρογχο-σκόπηση < γαλλ. bronchoscopie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες