Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-σκοπώ"
1 εγγραφή
-σκοπώ [skopó] : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: 1. εξετάζει ή παρατηρεί αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βυθο~. 2. εξετάζει ή παρατηρεί με το όργανο ή το μέσο που εκφράζει το α' συνθετικό: ακτινο~. || κυριολεκτικά και μεταφορικά: βολιδο~. 3. κινηματογραφεί με τον τρόπο ή το μέσο που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: βιντεο~, μαγνητο~. 4. επιδιώκει αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: κερδο~.

[λόγ.: 1: αρχ. -σκοπῶ < αρχ. ρ. σκοπῶ ως β' συνθ.: αρχ. οἰωνο-σκοπῶ `μαντεύω με βάση το πέταγμα πουλιών΄· 4: ελνστ. σημ.: ελνστ. καιρο-σκοπῶ· 2, 3: με βάση τα -σκόπησις, -σκόπιον < γαλλ. -scopie, -scope: μαγνητο-σκοπώ < μαγνητο-σκόπησις < γαλλ. magnétoscope]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες