Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -σκοπία [skopía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. έρευνα, εξέταση, παρατήρηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -σκόπηση1): μετεωρο~, οιωνο~. 2. (ιατρ.) εξέταση που γίνεται στο τμήμα του σώματος που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -σκόπηση2): κρανιο~, ομφαλο~, ουρηθρο~, ωτο~. 3. κινηματογράφηση με τον τρό πο ή το μέσο που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: βιντεο~, μαγνητο~. 4. επιδίωξη αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: κερδο~.
[λόγ. < αρχ. -σκοπία (< -σκοπ(ῶ) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. ἱερο-σκοπία `μαντεία με εξέταση του θυσιασμένου ζώου΄ & γαλλ. -scopie < αρχ. -σκοπία: φασματο-σκοπία μτφρδ. γαλλ. spectroscopie]