Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -σκεπής -ής -ές [s
epís] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: I. (λόγ.) είναι σκεπασμένο, καλύπτεται από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: νεφο~· χιονο~, χιονοσκέπαστος. II. (συνήθ. αρχιτ.) έχει σκεπή με σχήμα ή υλικά ανάλογα με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: θολο~, κεραμο~. [λόγ. < αρχ. -σκεπής θ. συγγ. του ρ. σκέπω, σκεπάζω ως β' συνθ.: αρχ. ἀνεμο-σκεπής `που προστατεύει από τον άνεμο΄, ἐπι-σκεπής `προφυλαγμένος΄ & (ιδ. στη σημ. I) μτφρδ. γερμ. -bedeckt: νεφο-σκεπής < γερμ. wolkenbedeckt]