Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-σημο"
1 εγγραφή
-σημο [simo] : το ουσ. σήμα ως β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει είδος χαρτόσημου κατάλληλου γι΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: δικηγορό~, δωρό~, κληρικό~, μηχανό~. || γραμματό~.

[λόγ. < αρχ. -σημον θ. του ουσ. σῆμ(α) `σινιάλο΄ -ον ως β' συνθ.: αρχ. ἐπί-σημον `χαρακτηριστικό σημάδι΄, ελνστ. σημ.: `μορφή πάνω σε νόμισμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες