Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -σημο [simo] : το ουσ. σήμα ως β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει είδος χαρτόσημου κατάλληλου γι΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: δικηγορό~, δωρό~, κληρικό~, μηχανό~. || γραμματό~.
[λόγ. < αρχ. -σημον θ. του ουσ. σῆμ(α) `σινιάλο΄ -ον ως β' συνθ.: αρχ. ἐπί-σημον `χαρακτηριστικό σημάδι΄, ελνστ. σημ.: `μορφή πάνω σε νόμισμα΄]