Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ση"
2 εγγραφές [1 - 2]
-ση [si] & -ηση [isi] & -ιση [isi] & -ωση 3 [osi] & -ξη [ksi] & -ψη [psi], ανάλογα με το θέμα της λέξης από την οποία παράγεται : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει ενέργεια σχετική με αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται ή σπανιότερα και το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας: (διαπομπεύω) διαπόμπευση, (καλυτερεύω) καλυτέρευση, (δηλητηριάζω) δηλητηρίαση, (καυτηριάζω) καυτηρίαση· (πεζοδρομώ) πεζοδρόμηση, (πραγματοποιώ) πραγματοποίηση· (αιχμαλωτί ζω) αιχμαλώτιση, (εξασφαλίζω) εξασφάλιση, (βυθίζω) βύθιση, (γεμί ζω) γέμιση· (εκδηλώνω) εκδήλωση, (ελαττώνω) ελάττωση, (κορυφώ νω) κορύφωση, (μεταμορφώνω) μεταμόρφωση· (ανατινάζω) ανατίνα ξη, (δια ταράσσω) διατάραξη· (κόβω) κόψη. || χωρίς να υπάρχει ή να είναι συχνό το αντίστοι χο ρήμα: οδόστρω ση, εκχωμάτωση, ορθομαρμάρωση, ποσόστωση. || σπάνια σε συγκεκριμέ να ουσιαστικά: επίπλωση.

[αρχ., ιδιαίτερα κοινό, μεταρ. επίθημα -σις, -ξις (σε θ. με υπερ. σύμφ.), -ψις (σε θ. με χειλ. σύμφ.) παραγωγικό αφηρ. και δραστικών θηλ. ουσ., που δήλωνε συνήθ. τη ρηματ. ενέργεια, ενώ στα νεοελλ. δηλώνει και το αποτέλεσμα (σύγκρ. -μα 2): αρχ. ἑστία-σις < ἑστια- (ἑστιῶ), βά-σις `βάδισμα΄, ελνστ. σημ.: `χώρος βαδίσματος, βάση, βάθρο΄ < βα- (βαίνω), αρχ. δέη-σις < δεη- (δέομαι), τείχι-σις `χτίσιμο τείχους΄ < τειχίζω, δήλω-σις < δηλω- (δηλῶ), δίωξις (κ-σ) < διώ κω, σκέψις (π-σ) < σκέπτομαι, μσν. μεταπλ. -σις > -ση κατά τα αρχ. θηλ. σε με βάση την ομόηχη αιτ.: -ιν - -ην, π.χ. κόρη, αιτ. κόρην και νέα ονομ. -ση: μσν. λύπη-σις, αιτ. λύπη-σιν > ονομ. λύπη-ση]

-σημο [simo] : το ουσ. σήμα ως β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει είδος χαρτόσημου κατάλληλου γι΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: δικηγορό~, δωρό~, κληρικό~, μηχανό~. || γραμματό~.

[λόγ. < αρχ. -σημον θ. του ουσ. σῆμ(α) `σινιάλο΄ -ον ως β' συνθ.: αρχ. ἐπί-σημον `χαρακτηριστικό σημάδι΄, ελνστ. σημ.: `μορφή πάνω σε νόμισμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες