Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-σαλάτα"
1 εγγραφή
-σαλάτα [saláta] : το ουσ. σαλάτα ως β' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με α' συνθετικό κάποιο ή κάποια υλικά που δηλώνουν τα βασικά συστατικά της: καβουρο~, μαρουλο~, ντοματο~, πατατο~, ταραμο~, τυρο~· αγγουροντοματο~.

[ουσ. σαλάτα ως β' συνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες