Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-σία"
2 εγγραφές [1 - 2]
-σία [sía] & -ξία [ksía] & -ψία [psía], ανάλογα με το θέμα της λέξης από την οποία παράγεται : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· (βλ. -ία 1): 1. παράγωγων από ρήματα ή ουσιαστικά που δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κυριολεκτώ) κυριολεξία, (στοιχειοθετώ) στοιχειοθεσία, (επιστατώ - επιστάτης) επιστασία· (βιβλιοδετώ - βιβλιοδέτης) βιβλιοδεσία, (δημοπρατώ - δημοπράτης) δημοπρασία· (αιμοδότης) αιμοδοσία, (διαιτητής) διαιτησία. 2. παράγωγων από επίθετα· δηλώνει κατάσταση, ιδιότητα, συμπεριφορά ανάλογη με αυτό που εκφράζει η λέξη από την οποία παράγεται: (αδιάλλακτος) αδιαλλαξία, (ακατανόητος) ακατανοησία, (ανεξάρτητος) ανεξαρτησία, (απερίσκεπτος) απερισκεψία, (άφθαρτος) αφθαρσία, (ευδιάθετος) ευδιαθεσία, (ευέλικτος) ευελιξία, (εύκαμπτος) ευκαμψία, (καλαίσθητος) καλαισθησία, (καχύποπτος) καχυποψία. 3. σε επιστημονικούς όρους ή για να δηλώσει πάθηση ή γενικά κατάσταση που αποκλίνει από το φυσιολογικό: δυσλεξία, φρενοληψία.

[λόγ. < αρχ. -σία < -ία αρχικά σε ον. με θέμα σε -τ- ή σε ρ. σε -ζω: αρχ. ἄκριτ(ος) > ἀκρι-σία, ἐργάτ(ης) - ἐρ γά(ζομαι) > ἐργα-σία, φαντασ- (φαντάζομαι) > φαντα-σία & αρχ. -ξία, -ψία σε θ. που έληγαν σε υπερ. ή χειλ. συμφ.: αρχ. ἀταραξία (κ-σ < ἀτάραχος), ἀκαμψία (π-σ < ἄκαμπτος) & διεθ., νλατ. -sia, αγγλ. -sia, -sy, γαλλ., γερμ. -sie < λατ. -sia < αρχ. -σία: αναφυλαξ-ία < γαλλ. anaphylaxie (δες και -ία 1)]

-σιά [sxá] & -ξιά [ksxá] & -ψιά [psxá], ανάλογα με το θέμα της λέξης από την οποία παράγεται : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα και ρηματικά παράγωγα· (βλ. -ιά 3). 1. δηλώνει την πράξη συνήθ. μιας φοράς - κάποτε και μιας στιγμής- ή το αποτέλεσμα της πράξης που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (ανακατώνω) ανακατωσιά, (βρίζω) βρισιά, (κατεβάζω) κατεβασιά, (μοιράζω) μοιρασιά· (κλέβω) κλεψιά. 2. συχνά και σε συγκεκριμένα θηλυκά ουσιαστικά: α. δηλώνει ποσότητα σχετική με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ρουφώ) ρουφηξιά, (χάφτω) χαψιά, (ψήνω) ψησιά. β. αποκτά ιδιαίτερη σημασία: (αλλάζω) αλλαξιά, (αρματώνω) αρματωσιά, (φορώ) φορεσιά.

[μσν. -σιά, -ξιά, -ψιά < αρχ. -σία, -ξία, -ψία (δες στο -σία) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.: μσν. φορε-σιά, αλλαξία (κ-σ < αλλάζω), κλεψιά (π-σ < κλέβω) (δες και -ιά 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες