Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -σέλιδος -η -ο [séliδos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο τυπωμένο ή γενικά γραπτό κείμενο αποτελείται από τόσες σελίδες ή καταλαμβάνει τόσες σελίδες όσες δηλώνει το απόλυτο αριθμητικό που συνήθ. υπάρχει ως α' συνθετικό· (πρβ. -φυλλοςII): δεκαεξα~, δι~, μονο~, πολυ~, τρι~.
[λόγ. σελιδ- θ. του ουσ. σελίς > σελίδα -ος & μτφρδ.: δι-σέλιδος < γερμ. zweiseitig]